Η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας είναι μία από τις κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χώρες της ΝΑ Ευρώπης, όπως τονίσθηκε στην έβδομη συνεδρία της δεύτερης ημέρας του συνεδρίου «10th SE Europe Energy Dialogue» του ΙΕΝΕ.
Προεδρεύων της συνεδρίας ήταν ο καθηγητής κ. Δημήτρης Μαυράκης, διευθυντής του Κέντρου Ενεργειακής Πολιτικής και Ανάπτυξης (ΚΕΠΑ) του Πανεπιστημίου Αθηνών.
O κ. Σάββας Πολίτης, υπεύθυνος επιστημονικού έργου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή με έδρα το Petten της Ολλανδίας, αφού πρώτα έδωσε τον ορισμό της ενεργειακής φτώχειας, τόνισε ότι θα πρέπει να υπάρξει ενιαία προσέγγιση στον ορισμό αυτής από τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα ήταν επωφελής, καθώς θα επέτρεπε τον αποτελεσματικό συντονισμό πολιτικών παρεμβάσεων για την προστασία των ευάλωτων καταναλωτών. Επίσης, ανέφερε την γενική έλλειψη τυποποιημένης συλλογής δεδομένων, που αφορούν την ενεργειακή φτώχεια.
Αξίζει να τονισθεί η αναφορά των Ευρωπαϊκών Οδηγιών 2009/72 και 73, που ζητούν την ανάπτυξη εθνικών πλάνων δράσης για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος, αλλά και των 2010/31 και 2012/27, που τονίζουν την ανάπτυξη έργων ενεργειακής αποδοτικότητας, αλλά και το Χειμερινό Πακέτο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Energy Winter Package). Σημαντικός αναμένεται να είναι και ο ρόλος του νεοσυσταθέντος Παρατηρητηρίου Ενεργειακής Φτώχειας (Energy Poverty Observatory) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως ο κ. Πολίτης ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στην από κοινού παρουσίαση του ζητήματος της ενεργειακής φτώχειας στα Δυτικά Βαλκάνια από τους κ. Mihailo Mihailovic (Σέρβος ενεργειακός αναλυτής) και Nikola Tomasovic (Σέρβος ενεργειακός σύμβουλος της συμβουλευτικής NIRAS International Consulting), δόθηκε έμφαση στην υψηλή συσχέτιση μεταξύ του ποσοστού του πληθυσμού, που βρίσκεται στο όριο της φτώχειας, και του ποσοστού του πληθυσμού με χρέος στους λογαριασμούς κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Αναφέρθηκε χαρακτηριστικά ότι σε τρεις Βαλκανικές χώρες (Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία) πάνω από το 30% του συνολικού πληθυσμού τους αντιμετωπίζει προβλήματα με την εξόφληση λογαριασμών. Επίσης, τονίστηκε το παράδοξο ότι μεταξύ των χωρών με το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού τους στο οποίο δεν παρέχεται επαρκής θέρμανση σε επίπεδο κατοικιών είναι οι παράκτιες χώρες με υψηλές θερμοκρασίες, όπως η Ελλάδα, η Κύπρος και η Βουλγαρία, ενώ οι πιο κρύες χώρες στην Ευρώπη εμφανίζουν καλύτερα αποτελέσματα, όπως η Νορβηγία, η Σουηδία, η Ισλανδία και η Φινλανδία.
Τέλος, επεσήμαναν τις κύριες εθνικές ενεργειακές προκλήσεις στα Δυτικά Βαλκάνια, που περιλαμβάνουν τις επενδύσεις σε νέα ενεργειακά έργα υποδομών, την σημαντική πρόοδο στην πρόσβαση στην ενέργεια, την ενίσχυση της ενεργειακής αποδοτικότητας, την απλοποίηση των διαδικασιών χρηματοδότησης από τα αρμόδια όργανα και την απανθρακοποίηση, μεταξύ άλλων.
Ο κ. Γιώργος Λάντζας, Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ Αλβανίας, τόνισε ότι στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης, πάνω από το 30% των νοικοκυριών εκτιμάται ότι αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας και υπάρχει η ανάγκη για άμεσο περιορισμό αυτού. Κάτι τέτοιο, όμως, απαιτεί μία διαφορετική αντιμετώπιση τόσο από τους καταναλωτές όσο και από την τοπική κοινωνία, ανέφερε χαρακτηριστικά. Υπάρχουν ακόμα ιδιαιτερότητες σε εθνικό επίπεδο, αλλά το περιφερειακό επίπεδο της ΝΑ Ευρώπης θα υπερισχύσει με την υποστήριξη ξένων επενδύσεων.
Από την πλευρά του, ο κ. Κωνσταντίνος Θεοφύλακτος, πρόεδρος του ΕΣΣΗΘ και πρόεδρος της Επιτροπής Ενεργειακής Αποδοτικότητας του ΙΕΝΕ, τόνισε ότι δεν υπάρχει ακριβής διεθνής ορισμός της ενεργειακής φτώχειας, αναφέροντας τις επιπτώσεις που επιφέρει το συγκεκριμένο φαινόμενο στην υγεία των ανθρώπων, συμπεριλαμβάνοντας καρδιολογικά, νευρολογικά και αναπνευστικά προβλήματα.
Επεσήμανε επίσης τις δυσκολίες μέτρησης της ενεργειακής φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω θεωρητικών και πρακτικών λόγων.
Ένας καλός δείκτης μέτρησης της ενεργειακής φτώχειας πρέπει να ελέγχει τάσεις και αλλαγές, να αναγνωρίζει το είδος των ανθρώπων που επηρεάζονται και να υποστηρίζει την σχεδίαση πολιτικής και την αξιολόγηση, μεταξύ άλλων.